(Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Θεσσαλονίκης "ΝΕΑΠΟΛΙΤΙΚΑ" τον Ιούλιο 2007)
Το σπίτι που γεννήθηκα και έζησα τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής μου, βρισκόταν απέναντι στο ένα και μοναδικό, χειμερινό σινεμά της Νεάπολης, τον κινηματογράφο «ΣΙΝΕ ΠΑΤΕ». Η εικόνα που αμυδρά έρχεται στη μνήμη μου και αφορά το γεγονός, δεν είναι άλλη από ένα πλήθος ανθρώπων, σιωπηλών, σαστισμένων, ενίοτε συγκινημένων, να περπατούν στο ημίφως, κάτω από μουσική στη διαπασών. Είναι η εικόνα των θεατών την ώρα εξόδου από την κινηματογραφική αίθουσα, μετά το τέλος προβολής της ταινίας. Η «λήψη» της εικόνας έγινε από ψηλά και υπό γωνία, από το μπαλκόνι του σπιτιού μου. Η εικόνα είναι θολή, αμφισβητείται η εγκυρότητά της, λόγω του μικρής μου τότε, ηλικίας. Το γεγονός σχηματοποιώ, αξιολογώ, χαρακτηρίζω και καταγράφω τώρα, στην ηλικία που σήμερα βρίσκομαι, σαράντα χρόνια περίπου μετά.
Ο κινηματογράφος, ως τέχνη με σκοπό την ψυχαγωγία, γνώρισε ευρεία διάδοση στη χώρα μας, στις δεκαετίες του ‘50, ‘60 και ‘70. Η προβολή των ταινιών, αφού ξεκίνησε στις μεγάλες πόλεις, διαδόθηκε σύντομα στην επαρχία. Δεν υπήρχε πόλη ακόμα και κωμόπολη στη χώρα, που να μη διαθέτει κινηματογραφική αίθουσα. Στην Ελλάδα την εποχή εκείνη, άνθισε και η παραγωγή ταινιών, παράλληλα με την παραγωγή πολλών άλλων χωρών. Πόσο δυνατά δεν έχουμε βιώσει τότε, οι σημερινές μεγάλες και μέσες ηλικίες, τις ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές ταινίες, ακόμη και μέσα από την τηλεόραση αργότερα, όταν αυτή αντικατέστησε τον κινηματογράφο; Πόσοι άνδρες και γυναίκες ενήλικοι δεν έχουν δακρύσει από χαρά ή λύπη, σε συγκινητικές στιγμές των ελληνικών κυρίως ταινιών, όντας απόλυτα απορροφημένοι, από την υπόθεση του έργου; Ο κινηματογράφος δίκαια χαρακτηρίστηκε, ως η κατεξοχήν λαϊκή τέχνη του 20ου αιώνα.
Το δικό μας κινηματογράφος στεγάσθηκε σε μικρή αίθουσα, όπως μικρή ήταν και η πόλη μας. Βρισκόταν στον δρόμο προς την Καστοριά, αμέσως μετά τη διακλάδωση του κεντρικού δρόμου, στην κατηφόρα δεξιά. Το κτίριο κατασκεύασε και ίδρυσε την επιχείρηση ο Παναγιώτης Παπιγκιώτης, επιχειρηματίας, όταν επαναπατρίσθηκε από χώρα της Νότιας Αφρικής. Η επιχείρηση σύντομα πέρασε στα χέρια της συζύγου του, την κυρία Μαριάνθη, λόγω του πρόωρου θανάτου του ιδίου. Βασικός συνεργάτης, ως τεχνικός, καθώς και ο κύριος αποδέκτης των αποδοκιμασιών όταν η ταινία κοβόταν, υπήρξε για όλα σχεδόν τα χρόνια λειτουργίας της αίθουσας, ο Στρατής Πάπογλου. Η αίθουσα ήταν λιτή, χωρίς κάποια ελάχιστα, αξιόλογα, εσωτερικά ή εξωτερικά, αρχιτεκτονικά στοιχεία. Η είσοδος γινόταν από τον κεντρικό δρόμο. Στον προθάλαμο αριστερά, μετά την είσοδο, βρισκόταν η καμπίνα του ταμία. Δεξιά, πριν την είσοδο, μια σκάλα οδηγούσε επάνω, στον χώρο της μηχανής προβολής. Από τον προθάλαμο, έμπαινες στην κύρια αίθουσα, η οποία εκτεινόταν αριστερά. Στο βάθος κλασικά, βρισκόταν η σκηνή με το μεγάλο πανί. Σε μικρό κενό μεταξύ των δεξιών σειρών των καθισμάτων, ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη ξυλόσομπα, για τη θέρμανση της αίθουσας, στις κρύες νύκτες του χειμώνα. Τα καθίσματα ήταν ξύλινα, ανακλινόμενα φυσικά, πλην όμως θορυβώδη, όταν κανείς άλλαζε θέση. Η αίθουσα δεν διέθετε εξώστη, κυλικείο, φουαγιέ, ή χώρους για άλλες σχετικές δραστηριότητες. Η αίθουσα δεν «φορούσε» βελούδινες κουρτίνες, περίτεχνες μοκέτες, δεν διέθετε ακριβά οπτικοακουστικά μηχανήματα. Ήταν φτωχική, απόλυτα εναρμονισμένη με την μικρή μας πόλη και τον κόσμο της.
Ο «ΣΙΝΕ ΠΑΤΕ», όπως και όλες οι κινηματογραφικές αίθουσες σε εσωτερικό και εξωτερικό, στη δεκαετία του 1960, γνώρισε μεγάλες δόξες. Οι ελληνικές ταινίες, δραματικές ή κωμωδίες και οι ξένες, περιπέτειας, γουέστερν, πολεμικά θρίλερ, καράτε, δημιουργούσαν το αδιαχώρητο στην αίθουσα. Οι πρωταγωνιστές των ταινιών αναδεικνύονταν σε λαϊκοί ήρωες. Με την υπόθεση των ταινιών, η οποία τις περισσότερες φορές, την εποχή εκείνη, είχε ευτυχή κατάληξη, ταυτίζονταν τα όνειρα, οι προσδοκίες και οι φιλοδοξίες των απλών ανθρώπων της περιοχής μας. Κάθε Κυριακή, όλη η οικογένεια, είχε τη δυνατότητα, της απόλαυσης μιας ταινίας. Την ταινία που θα παιζόταν το βράδυ στο σινεμά, από νωρίς το απόγευμα, διαφήμιζε ένα φορτηγάκι με μεγάφωνο, της εταιρίας εκμετάλλευσης της ταινίας. Στην κολώνα της ΔΕΗ, στη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου με τον δρόμο προς την Καστοριά, όπως και στην είσοδο της αίθουσας αριστερά, ταμπλό με φωτογραφίες από την ταινία, ενημέρωναν το κοινό. Το προϊδέαζαν για την υπόθεση του έργου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, εκτός από την αίθουσα του Παπιγκιώτη, λειτούργησε και δεύτερος κινηματογράφος, αλλά θερινός αυτή τη φορά, στην περιοχή του Συνοικισμού, ιδιοκτησίας άλλου τοπικού επιχειρηματία. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, στο «ΣΙΝΕ ΠΑΤΕ», μια ξεχωριστή νότα έδωσε η προβολή κλασικών ταινιών του παγκόσμιου κινηματογράφου, εκπαιδευτικού χαρακτήρα, τις οποίες παρακολουθήσαμε μαζικά οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου και του Γυμνασίου. Κατόπιν η αίθουσα πέρασε σε φάση παρακμής και περιοδικής λειτουργίας, όπως οι περισσότερες αίθουσες στη χώρα. Λιγοστές ήταν οι ταινίες, κυρίως ξένες και μάλλον χαμηλής ποιότητας. Λιγοστοί ήταν και οι θεατές, κυρίως μαθητές του Γυμνασίου και στρατιώτες. Εξαίρεση ποιοτικών ταινιών την περίοδο αυτή, αποτέλεσε η προβολή ταινιών του νέου ελληνικού κινηματογράφου, με πρωτοβουλία φορέων. Στο «ΣΙΝΕ ΠΑΤΕ» δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο προβολής ταινιών πορνό, στη φάση της παρακμής του, ό,τι έγινε στις αίθουσες των μεγάλων πόλεων. Δεν το επέτρεψε προφανώς, η μικρή κοινωνία, αλλά και η κοινωνική θέση της ιδιοκτήτριας της αίθουσας. Στη συνέχεια η αίθουσα, έως την οριστική παύση της λειτουργίας της, χρησιμοποιήθηκε για συγκεντρώσεις κομμάτων και φορέων, καθώς και για «φθηνές» θεατρικές παραστάσεις περιοδευόμενων θιάσων της Αθήνας. Ο κινηματογράφος, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 κατεδαφίσθηκε και έδωσε τη θέση του σε πολυκατοικία.
Σήμερα η κυρία Μαριάνθη και ο Στρατής απόμαχοι πλέον της εργασίας, πιθανόν να μη γνωρίζουν την προσφορά τους στην υπόθεση της τέχνης του κινηματογράφου και τον πολιτισμό γενικότερα, έστω από τη μεριά της επαφής των ταινιών με το κοινό, έστω και αν αυτοί ασκούσαν καθαρά, επαγγελματική δραστηριότητα. Στο «ΣΙΝΕ ΠΑΤΕ» συναντήθηκε η δική μου γενιά, της δικής μας μικρής πόλης, με την έβδομη τέχνη. Επιπλέον, στην προ τηλεόρασης εποχή, η αίθουσα μέσα από τις ταινίες που σ’ αυτήν προβλήθηκαν, αποτέλεσε παράθυρο γνώσης συνηθειών, εικόνων και πληροφοριών άλλων κοινωνιών, άλλων πολιτισμών.
Πέμπτη 19 Ιουλίου 2007
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)